Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάθε στιγμή

  • 1 Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται

    Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
    – Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
    – Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται
    Времени не поворотишь
    Время деньги дает, а на деньги время не купишь
    Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται

  • 2 Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει

    Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
    – Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
    – Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται
    Времени не поворотишь
    Время деньги дает, а на деньги время не купишь
    Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει

  • 3 Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται

    Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
    – Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
    – Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται
    Времени не поворотишь
    Время деньги дает, а на деньги время не купишь
    Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогда
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται

  • 4 ежеминутно

    Русско-греческий словарь > ежеминутно

  • 5 поминутно

    поминутно
    нареч κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > поминутно

  • 6 ежеминутно

    ежемину́тн||о
    нареч κάθε στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > ежеминутно

  • 7 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 8 минута

    мину́т||а
    ж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:
    десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > минута

  • 9 час

    час
    м в разн. знач. ἡ ῶρα:
    который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο.

    Русско-новогреческий словарь > час

  • 10 раз

    раз I
    м
    1. ἡ φορά:
    всякий \раз κάθε φορά· не \раз πολλες φορές· несколько \раз μερικές φορές· в другой \раз ἀλλη φορά· \раз навсегда μιά γιά πάντα, μιά καί καλή, ἄπαξ διά παντός· еще \раз ἄλλη μιά φορά· на этот \раз αὐτή τή φορά· иио́й \раз καμιά φορά, ἐνίοτε· всякий \раз, когда... κάθε φορά πού..., ὁσάκις· оди́н \раз, как-то \раз κάποια φορά· ни \разу οὔτε μιά φορά· с первого \раза а) ἀπ' τήν πρώτη φόρἀ, ἀπ· τήν πρώτη στιγμή, б) μονομιδς (сразу)· \раз в год μιά φορά τό χρόνο, ἄπαξ τοῦ ἔτους· \раз так, а \раз так, \раз на \раз не приходится πότε ἐτσι καί πότε ἀλλοιώς, ἀλλοτε... ἀλλοτε...·
    2. (при счете) ἕνας, μία, ἕνα- ◊ как \раз ἀκριβῶς· в самый \раз разг а) (впору) πάνω στήν ὠρα· б) (вовремя) ἔγκαιρα, ἐγκαίρως· вот тебе (и) \раз! разг νάτα μας!
    раз II
    нареч (однажды) κάποτε, μιά[ν] φορά[ν].
    раз III
    союз (если) ἀφοῦ, μιά καί...:
    \раз он идет в театр, я тоже пойду́ μιά καί πάει αὐτός στό θέατρο θά πάω κι ἐγώ· \раз так, то... μιά κι· εἶναι ἔτσι, τότε...· \раз дело обстоит так, то нечего и говорить μιά καί εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δέν γίνεται συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > раз

  • 11 тминный

    тмин||ный
    прил ἀπό κύμινο:
    \тминныйная во́дка τό ρακί μέ κύμινο. τό I союз
    1. (тогда) τότε:
    если будет поздно, то не приходи́ ἐάν εἶναι ἀργά τότε μήν ἐρχεσαι· если так, то я не возражаю ἐάν εἶναι ἔτσι τότε δέν ἔχω ἀντίρρηση· 2.:
    то... то... πότε... πότε... ἄλλοτε... ἄλλοτε...· то один, то другой πότε ὁ ἔνας, πότε ὁ ἄλλος· 3.:
    не то... не то... ούτε... ὁὔτε...· не то снег, не то дождь ὁὔτε χιόνι οὔτε βροχή· ◊ и то хорошо́ πάλι καλα остался оди́и, (да) и то плохой ἔνας Εμεινε κι· αὐτός κακός· (а) не τό εἰδεμή, είδάλλως· то и дело κάθε λίγο καί λιγάκι· то есть δηλαδή, τοῦτ' ἔστιν. -το II частица перев. оборотом ἀκριβώς:
    этого-то я и хотел αὐτό ἀκριβῶς ήθελα· где-то он сеи́час? ποῦ νδναι αὐ-τήν τήν στιγμή. τό III ср. р. от тот.

    Русско-новогреческий словарь > тминный

  • 12 всечасный

    επ. παλ. συνεχής, συχνός, ακατάπαυστος, κάθε ώρα και στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > всечасный

  • 13 два

    α. κ. ουδ., две θ., двух, двум, двумя, о двух αριθμτ. απόλυτο δύο, δυό•

    по -από δυό, ανα δυό, δυό-δυό•

    два стакана δυό ποτήρια•

    дважды два - четыре δύο επί δύο -τέσσερα.

    εκφρ.
    ни два ни полтора – ούτε ναι ούτε όχι (ακαθόριστα)•
    через два дня – μετά από δυό μέρες•
    каждые два дня – μέρα παρά μέρα, κάθε δυό μέρες•
    в двух словах – σύντομα, με δυό λόγια•
    в два счета – αμέσως, στη στιγμή, στο πι και στο φι, ώσπου να πεις ένα-δυό• —три δυό-τρία• —три раза δυό-τρείς φορές•
    черта с -! – (απλ.) γρυ, ούτε γρυ, καθόλου, ούτε σταλιά.

    Большой русско-греческий словарь > два

  • 14 знакомство

    ουδ.
    1. γνωριμία•

    завязать ή заводить знакомство πιάνω γνωριμία•

    состоять в -е γνωρίζομαι, έχω γνωριμία•

    прекратить с кем-л. всякое знакомство κόβω κάθε σχέση με κάποιον•

    поддерживать с кем-л. знакомство διατηρώ (έχω) σχέσεις με κάποιον.

    2. πλθ. -а γνωριμίες, γνωστοί•

    большое знакомство πολλές γνωριμίες•

    иметь -а в городе έχω γνωστούς στην πόλη.

    3. ύπαρξη γνώσεων•

    знакомство с ядерной физикой γνωριμία με την πυρινική φυσική.

    εκφρ.
    по -у – με γνωριμία•
    с первого -.а – από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκα.

    Большой русско-греческий словарь > знакомство

  • 15 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 16 раз

    -а, πλθ. разы, раз α.
    1. φορά•

    один -μια φορά•

    два -а δυό φορές•

    пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•

    много раз πολλές φορές•

    всякий раз κάθε φορά•

    не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•

    иной (другой) раз άλλη φορά•

    раз навсегда μια για πάντα•

    ни -у ούτε μια φορά•

    в последний раз (για) τελευταία φορά•

    в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•

    раз за -ом αλλεπάλληλα•

    раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•

    ещё раз ακόμα μια φορά•

    раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.

    2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•

    раз, два, три... ένα, δύο, τρία...

    εκφρ.
    раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•
    в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•
    ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.
    ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.
    επίρ.
    μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•

    раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•

    раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.

    σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•

    раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.

    εκφρ.
    раз что...παλ. βλ. раз.

    Большой русско-греческий словарь > раз

  • 17 точка

    θ.
    1. στίξη, στιγμή,
    μτφ. σημαδάκι.
    2. (γραμμ.) η τελεία.
    3. σημείο, μέρος•

    точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•

    точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•

    точка опоры το. σημείο στήριξης•

    точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•

    наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•

    пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•

    торговая точка μαγαζί• περίπτερο.

    || όριο•

    кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•

    точка плавл-ния σημείο τήξης•

    точка замерзания σημείο ψύξης.

    4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•

    ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.

    5. τέλος, θάνατος, χαμός.
    εκφρ.
    дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•
    до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•
    доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•
    ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•
    ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•
    попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•
    смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.
    θ.
    1. τρόχισμα, ακόνισμα.
    2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση.

    Большой русско-греческий словарь > точка

См. также в других словарях:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

  • εγγραφής, συσκευές ή εγγραφείς — Συσκευές ικανές να απεικονίσουν πάνω σε χάρτινη ταινία ένα φυσικό μέγεθος που έχει μετρηθεί από αυτές. Για τον σκοπό αυτό διαθέτουν γραφίδα που χαράσσει μία γραμμή, η οποία αναπαριστά την πορεία του μετρούμενου μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο …   Dictionary of Greek

  • διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»